Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡ λαπάϑη

См. также в других словарях:

  • λάπαθο — και λάπατο, το (AM λάπαθον, Α και λάπαθος, ὁ και ἡ, και λαπάθη, ἡ, Μ και λάπατον) κοινή, σήμερα, ονομασία ειδών τού φυτού ρούμεξ αρχ. όρυγμα που χρησίμευε ως παγίδα για άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με χαρακτηρισμό τού τ. ως… …   Dictionary of Greek

  • Λάκων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης, γιος του Λαπάθη, σύμφωνα με μύθο των Λακεδαιμονίων. 2. Ένας από τους σκύλους του μυθικού κυνηγού Ακταίωνα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»